- ἀπέβην
- ἀπέβην s. ἀποβαίνω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀπέβην — ἀποβαίνω step off from aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀποβαίνω step off from aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουδέ πω — οὐδέ πω και οὐδέπω (Α) (επίρρ. και σύνδ.) 1. και ούτε ακόμη («οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιίδος οὐδέ πω ἁμῆς γῆς ἀπέβην», Ομ. Οδ.) 2. όχι ακόμη, μέχρι τώρα όχι («ἐν μνήματι..., οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + μόριο πω… … Dictionary of Greek